- ανατολικός
- -ή, -ό (AM ἀνατολικός, -ή, -όν) [ανατολή]αυτός που ανήκει στην Ανατολήνεοελλ.1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψη προς την Ανατολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνατολικός — eastern masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται προς την ανατολή: Η ανατολική Θράκη ανήκει σήμερα στην Τουρκία. 2. αυτός που ανήκει στην Ανατολή: Οι ανατολικοί λαοί ανέπτυξαν πολύ νωρίς σημαντικό πολιτισμό. 3. αυτός που έχει πρόσοψη προς την ανατολή: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοτι(ο)ανατολικός — ή, ό αυτός που είναι γυρισμένος ή που βρίσκεται στο σημείο του ορίζοντα ανάμεσα στην Ανατολή και το Νότο ή που προέρχεται από το σημείο αυτό, αλλ. ανατολικομεσημβρινός: Νοτι(ο)ανατολική Ευρώπη. – Νοτι(ο)ανατολικός άνεμος (αλλ. σιρόκος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηνύτωρ Ανατολικός — Γαλλόφωνη και αγγλόφωνη ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (Le Moniteur Oriental και The Oriental Adviser). Ιδρύθηκε από τον Δ. Βελγή και εκδιδόταν από το 1883 έως το 1913 … Dictionary of Greek
ἀνατολικά — ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc pl ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc/acc dual ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικώτερον — ἀνατολικός eastern adverbial comp ἀνατολικός eastern masc acc comp sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικωτέρων — ἀνατολικός eastern fem gen comp pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικῶν — ἀνατολικός eastern fem gen pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικόν — ἀνατολικός eastern masc acc sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατολικώτατα — ἀνατολικός eastern adverbial superl ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)